Λόγω της γεωγραφικής της θέσης και των τοπογραφικών και κλιματικών της χαρακτηριστικών, η Ελλάδα φιλοξενεί πλούσια βιοποικιλότητα από τις υψηλότερες σε ευρωπαϊκό επίπεδο: 30.000 – 50.000 είδη πανίδας, 6.000, περίπου, είδη χλωρίδας, τον μεγαλύτερο πληθυσμό ενδημικών ειδών ιχθυοπανίδας γλυκού νερού στη Μεσόγειο και περισσότερα από 400 είδη πτηνών.
Τα αμφίβια υπάρχουν στη γη εδώ και 300 εκ. χρόνια και αποτελούν τη χειροπιαστή ανάμνηση της μετάβασης της ζωής από το νερό στην ξηρά και στον αέρα. Έχουν καταγραφεί παγκοσμίως γύρω στα 7.400 είδη και στον ευρωπαϊκό χώρο περιλαμβάνουν τους βάτραχους, τους φρύνους, τις σαλαμάνδρες και τους τρίτωνες. Όλα τα αμφίβια είναι ψυχρόαιμα και τα περισσότερα γεννούν αυγά. Το χαρακτηριστικό γνώρισμα των αμφιβίων είναι η εξάρτησή τους από το νερό στα διάφορα στάδια της ζωής τους. Η πλειονότητά τους υφίσταται “μεταμόρφωση”, δηλαδή διανύουν ένα στάδιο της ζωής τους ως γυρίνοι μέσα στο νερό. Οι γυρίνοι αναπνέουν με βράγχια, μέχρι να μεταμορφωθούν σε ώριμα άτομα τα οποία πλέον αναπνέουν με πνεύμονες και μέσα από το δέρμα τους. Ορισμένα είδη αναπτύσσονται κατευθείαν από τα αυγά, χωρίς να περάσουν το στάδιο του γυρίνου. Υπάρχουν επίσης και μερικά που γεννάνε απευθείας μικρά διατηρώντας τα αυγά στο σώμα τους μέχρι αυτά να εκκολαφθούν εσωτερικά. Κανένα είδος αμφιβίου δε ζει στη θάλασσα.
Στην Ελλάδα έχουν καταγραφεί 22 είδη αμφιβίων. Τα 10 είδη από αυτά είναι βάτραχοι, τα 5 είναι φρύνοι, τα 3 σαλαμάνδρες και τα 4 είναι τρίτωνες. Η χώρα μας είναι η πέμπτη πιο πλούσια χώρα της Ευρώπης σε είδη αμφιβίων (μετά την Ιταλία, τη Γαλλία, την Ισπανία και τη Γερμανία). Η Μακεδονία, η Ήπειρος και η Θράκη είναι οι περιοχές με τα περισσότερα είδη αμφιβίων στην Ελλάδα, ενώ τα λιγότερα καταγράφονται στην Κρήτη και στις Κυκλάδες. Σε νησιά ωστόσο απαντώνται τα 3 ενδημικά είδη της Ελλάδας: Στην Κάρπαθο, τη Σαρία και την Κάσο υπάρχει το είδος σαλαμάνδρας Lyciasalamandra helverseni (Κοχυλίνα ή Κανακαρά), στην Κρήτη βρίσκουμε τον Κρητικό ΒάτραχοPelophylax cretensis, ενώ στην Κάρπαθο απαντάται ο Βάτραχος της Καρπάθου Pelophylax cerigensis.
Οι σημαντικότεροι κίνδυνοι που αντιμετωπίζουν τα αμφίβια είναι η καταστροφή και ο κατακερματισμός των βιοτόπων τους, η ρύπανση, η αλλαγή του κλίματος, η εισαγωγή ξενικών ειδών.
Τα ερπετά συναντώνται σε όλες τις ηπείρους εκτός από την Ανταρκτική και σε μια τεράστια ποικιλία βιοτόπων. Παγκοσμίως, έχουν καταγραφεί πάνω από 10.000 είδη ερπετών, που περιλαμβάνουν τους κροκόδειλους, τους αλιγάτορες, τις σαύρες, τα φίδια και τις χελώνες (θαλάσσιες, χερσαίες και νεροχελώνες). Όλα τα ερπετά είναι ψυχρόαιμα και κυμαίνονται σε μέγεθος από τα μικροσκοπικά γκέκο με μήκος μικρότερο από 2 cm μέχρι τους θαλάσσιους κροκόδειλους, που ζυγίζουν πάνω από έναν τόνο και το μήκος τους μπορεί να φθάσει τα 5,5 μέτρα. Τα περισσότερα είδη ερπετών γεννούν αυγά, υπάρχουν ωστόσο και ορισμένα που γεννούν ζωντανά μικρά.
Στην Ελλάδα έχουν καταγραφεί 64 είδη ερπετών. Τα 8 είδη από αυτά είναι χελώνες (3 χερσαίες, 2 νεροχελώνες και 3 είδη θαλάσσιες), τα 32 είναι σαύρες, τα 23 φίδια, ενώ υπάρχει και ένα είδος αμφίσβαινας. Η χώρα μας είναι η δεύτερη πιο πλούσια χώρα της Ευρώπης σε είδη ερπετών (μετά την Ισπανία). Τα αίτια, σύμφωνα με τους ειδικούς είναι η γεωγραφική της θέση – ανάμεσα σε τρεις ηπείρους, η μεγάλη ποικιλία αναγλύφου και τύπων οικοτόπων και η ύπαρξη περισσότερων από 9.000 νησιών και βραχονησίδων. Τα νησιά του Αιγαίου και του Ιονίου, η Πελοπόννησος και η Δυτική Ελλάδα φιλοξενούν τα περισσότερα είδη ερπετών στην Ελλάδα, ενώ τα λιγότερα βρίσκονται στην Κρήτη. Υπάρχουν 9 ενδημικά είδη, με την Πελοπόννησο να έχει τα περισσότερα (4 ενδημικά είδη). Η Μήλος έχει 2 ενδημικά είδη, ενώ από ένα ενδημικό είδος συναντάμε στην Κρήτη, στη Σκύρο και στις νησίδες Πορί και Λαγούβαρδος, βόρεια των Αντικυθήρων.
Ο σημαντικότερος κίνδυνος που αντιμετωπίζουν τα ερπετά είναι η καταστροφή, η υποβάθμιση και ο κατακερματισμός των βιοτόπων τους. Άλλες σημαντικές απειλές είναι η ρύπανση, η παράνομη συλλογή τους και η σκόπιμη θανάτωση λόγω προκαταλήψεων. Για ορισμένα είδη σημαντική απειλή αποτελεί και η θνησιμότητα στους δρόμους από αυτοκίνητα.
Τα πουλιά είναι σπονδυλωτά ζώα, θερμόαιμα, που το σώμα τους καλύπτεται με πτέρωμα και τα μπροστινά τους πόδια έχουν μετατραπεί, μέσα από εξελικτικές διεργασίες, σε φτερούγες. Οι περισσότεροι επιστήμονες πιστεύουν ότι τα πουλιά εξελίχθηκαν από τους δεινόσαυρους πριν από περίπου 145 εκ. χρόνια. Παγκοσμίως, έχουν καταγραφεί γύρω στα 10.000 είδη πουλιών, τα περισσότερα από τα οποία μπορούν να πετάξουν – υπάρχουν ωστόσο γύρω στα 40 είδη που δεν πετάνε (π.χ. οι πιγκουίνοι).
Η Ελλάδα έχει μια πλούσια σε είδη ορνιθοπανίδα. Στη χώρα μας έχουν καταγραφεί συνολικά 442 είδη πουλιών, από τα οποία τα 242 αναπαράγονται εδώ, τα 76 είναι χειμερινοί επισκέπτες, τα 29 διερχόμενοι μετανάστες (απαντώνται δηλαδή σχεδόν μόνον κατά την ανοιξιάτικη ή και κατά τη φθινοπωρινή μετανάστευση), τα 91 τυχαίοι επισκέπτες (είδη που υπό κανονικές συνθήκες δεν απαντώνται στη χώρα μας, αλλά εμφανίζονται τυχαία), τα 3 είναι απροσδιόριστα (είδη που απαντώνται σχεδόν όλο το χρόνο στην Ελλάδα, αλλά δεν φωλιάζουν, έχουν φωλιάσει περιστασιακά ή έχουν επιχειρήσει να φωλιάσουν), ενώ 1 είδος έχει πλέον εκλείψει (ο φραγκολίνος, είδος που ζούσε στην Κρήτη και στη Σάμο μέχρι τις αρχές του 19ου αι.). Στην Ελλάδα δεν υπάρχει κανένα ενδημικό είδος πουλιού.
Οι κυριότερες απειλές για τα πουλιά στην Ελλάδα, είναι η υποβάθμιση και απώλεια των βιοτόπων τους, η ρύπανση από φυτοφάρμακα, δηλητήρια κλπ και η όχληση εξαιτίας τουριστικών ή αγροτικών δραστηριοτήτων, η εσκεμμένη θανάτωση και παράνομη σύλληψη.
Τα θηλαστικά είναι μια ομάδα σπονδυλωτών ζώων, που περιλαμβάνει πολλά από τα οικόσιτα και κατοικίδια είδη που γνωρίζουμε, καθώς και το δικό μας είδος, το Homo sapiens. Παγκοσμίως, έχουν καταγραφεί γύρω στα 5.400 είδη. Όλα τα θηλαστικά είναι θερμόαιμα (ενδόθερμα), δηλαδή έχουν μηχανισμούς που ρυθμίζουν τη θερμοκρασία του σώματός τους, ενώ τα θηλυκά διαθέτουν μαστικούς αδένες (μαστούς) για να θηλάζουν τα μικρά τους. Τα θηλαστικά διακρίνονται επίσης από το ότι έχουν τρίχες (μαλλιά – γούνα). Ακόμα και τα κητώδη (φάλαινες και δελφίνια) βγάζουν τρίχες στα πρώιμα στάδια της ζωής τους. Η συντριπτική πλειοψηφία των θηλαστικών γεννούν ζωντανά μικρά. Εξαίρεση αποτελούν τα Μονοτρήματα, μια μικρή ομάδα θηλαστικών, που ζουν στην Αυστραλία και τη Νέα Γουϊνέα και γεννούν αυγά, αλλά θηλάζουν τα μικρά τους.
Τα θηλαστικά ζουν σε όλους σχεδόν τους τύπους οικοτόπων, στην ξηρά και στη θάλασσα: από τους τροπικούς μέχρι τους πόλους, από τα πυκνά δάση μέχρι τις ερήμους, από τις βαθιές θάλασσες μέχρι τις κορυφές των ψηλότερων βουνών. Επίσης, υπάρχει μια ομάδα θηλαστικών, οι νυχτερίδες (Chiroptera), που πετάει. Το μέγεθος του σώματος των θηλαστικών παρουσιάζει μεγάλες διαφορές: από τη μικροσκοπική ετρουσκομυγαλή, που ζυγίζει 2 γραμμάρια μέχρι τη γαλάζια φάλαινα, το μεγαλύτερο ζώο στον κόσμο, που φτάνει να ζυγίζει 180 τόνους.
Στην Ελλάδα υπάρχουν 115 είδη άγριων θηλαστικών, που αποτελούν το 42% του συνόλου των θηλαστικών της Ευρώπης. Τα περισσότερα είδη καταγράφονται στη Β. Ελλάδα. Η Κρήτη ωστόσο φιλοξενεί τα δύο μοναδικά ενδημικά είδη της χώρας, που είναι ο ακανθοποντικός (Acomys minous) και η κρητική μυγαλή (Crocidura zimmermanni). Τα θηλαστικά στην Ελλάδα απειλούνται κυρίως από την ολοένα και μεγαλύτερη παρουσία του ανθρώπου, την εξαφάνιση των βιοτόπων τους, την εντατικοποίηση της γεωργίας, τη λαθροθηρία και τα δηλητηριασμένα δολώματα στην ύπαιθρο.
Enter your e-mail address and your password.
Create your account. It will take less then a minute